- νεραϊδόπουλο
- τοτο παιδί τής νεράιδας, νεραϊδόπαίδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεράιδα + υποκορ. κατάλ. -πουλο, ουδ. τής κατάλ. -πουλος* (πρβλ. μελισσό-πουλο)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεραϊδόπουλο — το 1. το παιδί της νεράιδας. 2. το πολύ όμορφο παιδί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek